Διπλός Κοινωνικός Αποκλεισμός: Όταν οι Γυναίκες είναι Άτομα με αναπηρίες

Σύμφωνα με το αρ. 32 του Ν. 1566/85 ως άτομα με ειδικές ανάγκες θεωρούνται όσοι « πάσχουν από ειδικές ανεπάρκειες ή δυσλειτουργίες οφειλόμενες σε φυσικούς, διανοητικούς ή κοινωνικούς παράγοντες, σε τέτοιο βαθμό, που είναι πολύ δύσκολο γι’ αυτούς να συμμετάσχουν στη γενική και επαγγελματική κατάρτιση, να εξεύρουν εργασία ή να έχουν πλήρη συμμετοχή στην κοινωνία».

Επίσης στο αρ. 1 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων των Αναπήρων Ατόμων, η οποία προκηρύχθηκε με την απόφαση 3447/9.12.1975 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών ορίζεται ότι:«ο όρος “ανάπηρο άτομο” σημαίνει κάθε άτομο ανίκανο να επιβεβαιώσει από μόνο του, ολικά ή μερικά, τις αναγκαιότητες για μία κανονική ατομική και κοινωνική ζωή, εξαιτίας μειωμένων σωματικών ή πνευματικών ιδιοτήτων, που έχει εκ γενετής ή όχι». Το αρ. 1 της Σύμβασης για την εξάλειψη κάθε μορφής διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW 1979), προβλέπει ότι “ως διάκριση κατά των γυναικών” νοείται «κάθε διάκριση, εξαίρεση ή περιορισμός, που βασίζεται στο φύλο και που έχει αποτέλεσμα ή σκοπό την μείωση ή την εξουδετέρωση της αναγνώρισης, απόλαυσης ή άσκησης από τις γυναίκες, ανεξάρτητα από την οικογενειακή τους κατάσταση, επί ίσοις όροις με τους άνδρες, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών στο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, μορφωτικό ή σε οποιονδήποτε άλλο τομέα».
Οι γυναίκες – άτομα με αναπηρίες αποτελούν μία ειδική κατηγορία πληθυσμού, που εμφανίζει ιδιαιτερότητες, οφειλόμενες στη βιολογική διαφοροποίησή τους από τους άνδρες, συνοδευόμενες, στην περίπτωση των γυναικών με αναπηρίες, και από ιδιαίτερες δυσλειτουργίες και ανεπάρκειες, που τις οδηγούν, δυστυχώς, στην αντιμετώπισή τους σαν ανίσχυρα και μειωμένων ικανοτήτων τμήματα ενός δεδομένου πληθυσμού. Κατ’ αποτέλεσμα υφίστανται πλήθος περιορισμών και στερήσεων σε ποικίλους τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και επαγγελματικής τους ζωής, που τους επιβάλει τον εγκλωβισμό σε μία κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού και μάλιστα διττού, αφενός μεν λόγω του φύλου τους, αφετέρου λόγω των αναπηριών τους.
Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μία περιγραφή του σύνθετου αποκλεισμού, που υφίσταται η συγκεκριμένη αυτή κατηγορία ατόμων, ο οποίος εμποδίζει την πλήρη κοινωνική τους ένταξη και ενσωμάτωση ως ισότιμα και αυτόνομα μέλη και περιορίζει την ολοκληρωτική απόλαυση των ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων τους. Επισημαίνονται οι αρνητικές επιπτώσεις, που η κατάσταση αυτή προκαλεί στην ελευθερία και τη δίκαιη μεταχείριση αλλά και εν γένει στον τρόπο ζωής και το ηθικό των γυναικών αυτών. Επιπλέον παρουσιάζονται τα μέτρα, που λαμβάνονται, για την καταπολέμηση του φαινομένου αυτού σε εθνικό επίπεδο, με παράλληλες αναφορές και στο κοινοτικό και διεθνές πεδίο.
Ιδιαίτερης βαρύτητας για την εξάλειψη του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού είναι η θετική στάση τόσο του ίδιου του ατόμου, όσο και του κοινωνικού συνόλου απέναντι στην ιδιαιτερότητά του. Η προκατάληψη, οι φόβοι για το δυσβάσταχτο κόστος φροντίδας του (οικονομικό – κοινωνικό – ψυχολογικό), σε συνδυασμό με τη δεδομένη έλλειψη υποστηρικτικών δομών επιφέρουν αρνητικά αποτελέσματα στην προσπάθεια αυτο-ολοκλήρωσης των γυναικών με αναπηρίες.

1. Η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού

Ο όρος κοινωνικός αποκλεισμός, χρησιμοποιούμενος για πρώτη φορά σε κοινοτικό κείμενο το 1989, αποτελεί, έκτοτε, βασική έννοια της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, που χρησιμοποιείται κυρίως με τη μορφή κατηγορίας προγραμμάτων, χρηματοδοτούμενων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. Οι καινούργιες και πολυδιάστατες (σε ποικίλους τομείς) μορφές αποστέρησης, που παρατηρήθηκε ότι έχουν εμφανιστεί σε πολλές χώρες της Κοινότητας, χαρακτηρίζονται με τον όρο κοινωνικός αποκλεισμός, φαινόμενο, στην καταπολέμηση του οποίου στοχεύουν συλλογικά τα κράτη-μέλη, αφού κρίθηκε πως το φαινόμενο αυτό αποτελεί απειλητικό παράγοντα της επίτευξης της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, που επιδιώκεται στο πλαίσιο της ανάπτυξης της ενιαίας αγοράς.
Οι κύριες οικονομικές και κοινωνικές διαδικασίες, που δημιουργούν καινούργιες μορφές ανασφάλειας, αλλοτρίωσης και αποστέρησης και συμβάλλουν στην ανάπτυξη του κοινωνικού αποκλεισμού, εμφανίζοντας αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων χωρών και των περιοχών τους ως προς την μορφή, την ποικιλία και την έκτασή τους, παρατηρήθηκε ότι είναι:

Α) Η οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση και ανακατανομή των πόρων, η οποία, παρότι σε μεγάλο βαθμό ευνοεί ορισμένους, έχει δυσανάλογα αρνητικές επιπτώσεις και συνέπειες στους περισσότερους, που είναι γενικότερα οι πιο φτωχοί και ευάλωτοι.

Β) Η μετανάστευση προς τις διάφορες χώρες της κοινότητας, η οποία, τα τελευταία χρόνια, αναπτύσσεται με αυξανόμενους ρυθμούς, λόγω των πρόσφατων γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ανατολική Ευρώπη.

Γ) Οι μεταβολές στη συνοχή των άτυπων διαπροσωπικών δικτύων (οικογένεια, φίλοι, γείτονες), τα οποία, εξαιτίας της αναδιάρθρωσης των οικογενειακών δομών, αντιλήψεων και αξιών, κατευθύνονται σε φαινόμενα ατομοκεντρισμού, που συνεπάγονται την ολοένα και μικρότερη στήριξη των ατόμων με κάποιου είδους ανάγκη.

Η κατά τα παραπάνω ανομοιογένεια των γενεσιουργών του κοινωνικού αποκλεισμού καταστάσεων, δυσκολεύει τη διατύπωση συγκεκριμένου και ακριβούς ορισμού του. Υπάρχει, όμως, συμφωνία ως προς τα κοινά χαρακτηριστικά των καταστάσεων αποκλεισμού. Ως τέτοια έχουν αναδειχθεί:
• η έλλειψη δυνατότητας άσκησης των δικαιωμάτων του ατόμου χωρίς βοήθεια, εξαιτίας της ύπαρξης περιορισμών πρόσβασης σε τομείς, όπως η πληροφόρηση, η εκπαίδευση, η επαγγελματική κατάρτιση, η απασχόληση, η στέγαση, οι συλλογικές υπηρεσίες, η ιατρική περίθαλψη
• η κακή εικόνα, που συχνά διατηρούν τα άτομα αυτά για τον εαυτό τους και για την ικανότητά τους να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους
• ο κίνδυνος μονιμοποίησης των αναγκών ενίσχυσής τους
• ο πιθανός στιγματισμός αυτών και των συνοικιών των αστικών περιοχών, όπου κατοικούν ( βλ. σχετικά Επιτροπή 1992.σελ.10)
• η ενδεχόμενη ισχνή σχέση των ατόμων αυτών με τους κύριους κοινωνικούς μηχανισμούς, που παράγουν ή διανέμουν πόρους, όπως αγορά εργασίας, οικογένεια ή άλλα διαπροσωπικά δίκτυα, κράτος (βλ. σχετικά Ελληνική Έκθεση για το Κοινοτικό Παρατηρητήριο Κοινωνικού Αποκλεισμού, 1990).
Επομένως, η έννοια του όρου κοινωνικός αποκλεισμός, το περιεχόμενο του οποίου δεν έχει πλήρως προσδιοριστεί, αφού δεν υπάρχει συμφωνία σε συγκεκριμένο ορισμό του, περιλαμβάνει ως κύρια στοιχεία της τον πολυδιάστατο χαρακτήρα των αποστερήσεων, ήτοι σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως είναι η πρόσβαση σε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης στην εκπαίδευση, στην απασχόληση, στη στέγαση, στις συλλογικές υπηρεσίες και στην ιατρική περίθαλψη, την χρονική επιμονή της, τη συγκέντρωσή της σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες και περιοχές και την αντίστασή της σε παραδοσιακές κοινωνικές πολιτικές.
Αποτέλεσμα της συσσώρευσης των αποστερήσεων είναι ότι διάφορες ομάδες του πληθυσμού έχουν μείνει εκτός ή στο περιθώριο μίας γενικότερης ευημερίας. Δεν συμμετέχουν στον οικονομικό και κοινωνικό τρόπο ζωής, που απολαμβάνουν οι πολλοί και στερούνται της πλήρους κοινωνικής τους ένταξης και απόλαυσης των κοινωνικών τους δικαιωμάτων.
Από την Κοινότητα αναγνωρίζεται η ανάγκη για συμπλήρωση της πολιτικής, που εφαρμόζεται στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης με ειδικές πολιτικές ένταξης και εφαρμογής μέτρων, που θα εγγυώνται επαρκείς πόρους καθώς και μέτρων, που θα προωθούν τη δυνατότητα πρόσβασης όλων των ανθρώπων σε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, μέσω της λειτουργίας ενός μηχανισμού κοινωνικής και επαγγελματικής ένταξης (βλ. σχετικά Τζένη Καβουνίδη: Κοινωνικός αποκλεισμός: Έννοια, κοινοτικές πρωτοβουλίες, ελληνική εμπειρία και διλλήματα πολιτικής, δημοσιευμένο στο Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα, έκδοση ΕΚΚΕ, τ. Β’, σελ. 50).
Στην Ελλάδα είναι δεδομένη η έλλειψη ερευνών σχετικά με τις διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού, τις παλιές και νέες μορφές αποστέρησης, τους μηχανισμούς και διαδικασίες, που τις προκαλούν, και το δημογραφικό τους προφίλ. Ανάμεσα όμως στις ελληνικές εθνικές εκθέσεις, που έχουν καταρτιστεί για το Παρατηρητήριο της Ε.Ο.Κ., υπάρχει και σχετική για τα άτομα με αναπηρίες και τις γυναίκες, που θεωρούνται κατηγορίες εκτεθειμένες σε αυξημένο κίνδυνο αποκλεισμού (βλ. σχετικά Τζένη Καβουνίδη ο.π. σελ. 69).

2. Ο κοινωνικός αποκλεισμός των γυναικών

Ειδική κατηγορία πληθυσμού, σε βάρος της οποίας λειτουργούν πολλαπλές διακρίσεις και βιώνει ποικίλες μορφές αποστέρησης, μένοντας συχνά στο περιθώριο της γενικότερης ευημερίας, είναι οι γυναίκες. Διότι, ακόμα και σήμερα, οι γυναίκες, σε πολλές περιπτώσεις, αποκλείονται από την πλήρη συμμετοχή τους στον οικονομικό και κοινωνικό τρόπο ζωής, που απολαμβάνουν οι πολλοί. Κατ΄ επέκταση δημιουργείται ζήτημα προσδιορισμού της γυναικείας ταυτότητας, που χαρακτηρίζει την κοινωνική της ένταξη και τη συμμετοχή της στα κοινωνικά δικαιώματα. Τυχαίνει οι γυναίκες να ανήκουν, σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι οι άνδρες, στα πιο εξασθενημένα, εξαρτώμενα και ανίσχυρα τμήματα ενός δεδομένου πληθυσμού. Απαιτείται, συνεπώς, να ρυθμισθεί νομοθετικά η ανάγκη κάλυψης της υφιστάμενης έλλειψης προστασίας των γυναικών (βλ. σχετικά Ασπασία Τσαούση – Χατζή, Φεμινισμός και Δίκαιο, σελ. 100).
Με αφετηρία την Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948 αρ. 2 και αρ. 22 και 27), ο Ο.Η.Ε., το Συμβούλιο της Ευρώπης (Κοινοτικός Χάρτης του Τουρίνου 1961 και μεταγενέστερες τροποποιήσείς του), η Ε.Ο.Κ. (Κοινωνικός Χάρτης 1989) και οι εθνικές νομοθεσίες προχώρησαν σε σειρά Διεθνών Συμβάσεων, που προστατεύουν τις κοινωνικά και οικονομικά αδύνατες κοινωνικές τάξεις, ομάδες και κατηγορίες.
Στην ελληνική πραγματικότητα η κατάσταση μεταξύ των συνταγματικά κατοχυρωμένων ρυθμίσεων και προβλέψεων και των ισχυουσών συνθηκών, αναφορικά με τις σχέσεις των δύο φύλων και τα δικαιώματα των γυναικών, που αποτελούν και το σημείο αναφοράς του προβληματισμού για την οριοθέτηση του κοινωνικού αποκλεισμού τους, διαμορφώνεται ως εξής: Στο αρ. 2 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι: «Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Η διάταξη αυτή, καθιερώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1975, υπό την επίδραση του Διεθνούς Έτους της Γυναίκας και κατόπιν πιέσεων των γυναικείων οργανώσεων, που είχαν επιτύχει ήδη και άλλα σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της ισότητας των δύο φύλων (βλ. σχετικά Αλ. Γιωτοπούλου – Μαραγκοπούλου, παρατηρήσεις Νομολογίας, Το ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 4/1998, 774). Κατοχυρώνεται έκτοτε η αρχή της ισονομίας, της ισότητας, όχι μόνο ενώπιον του Νόμου, αλλά και «εντός του Νόμου», η οποία σημαίνει την ίση ρύθμιση όλων των θεμάτων για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως φύλου, δηλαδή την απόλυτη ισότητα (βλ. σχετικά Ζώγια Χρονάκη, Συνταγματική Ισότητα και Γυναικεία ταυτότητα, σελ. 418, Κέντρο Γυναικείων Ερευνών και Μελετών «ΔΙΟΤΙΜΑ», «Το φύλο των δικαιωμάτων» Εκδ. Νεφέλη 1999, Συνέδριο). Έκτοτε αντικαταστάθηκαν παλαιότερα νομοθετήματα, που περιείχαν ανισότητες, προσδιοριζόμενες με βάση το φύλο.
Η κατά τα παραπάνω όμως αρχή της απόλυτης ισότητας περιορίζεται από το αρ. 116&2 του Σ., σύμφωνα με την οποία: « Αποκλίσεις επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους». Εν προκειμένω, ως σοβαροί λόγοι θεωρήθηκαν όσοι ανάγονται σε βιολογικές και λειτουργικές διαφορές, οι οποίες όμως θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη και να μην ερμηνεύονται σε βάρος του γυναικείου φύλου. Παρότι θεωρήθηκε από έγκριτους συνταγματολόγους ότι η διάταξη αυτή τέθηκε προς όφελος των γυναικών, στην πράξη αποδείχθηκε ότι συρρικνώνει την ισότητα σε βάρος τους, δημιουργώντας νέες ανισότητες. Γι’ αυτό και θα πρέπει η εφαρμογή της να είναι σπάνια και σε περιορισμένη έκταση, προκειμένου και μόνο να αντιμετωπιστούν εξαιρετικές και αναπόφευκτες περιπτώσεις.
Ακόμα και σήμερα οι γυναίκες εξακολουθούν να προσδιορίζονται από δύο κυρίως παράγοντες: α) τη βιολογική τους ιδιαιτερότητα, δηλαδή την ικανότητα αναπαραγωγής και β) το διαφορετικά δομημένο κοινωνικό καθεστώς και τον κατά φύλα καταμερισμό της εργασίας τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο χώρο (βλ. σχετικά Ζώγια Χρονάκη, ο.π. σελ.417 επόμ.). Αυτή η διαφορετικότητα, όπως δομήθηκε, αποτέλεσε πηγή διακρίσεων, που συντήρησε την ιδεολογία της κατωτερότητας του γυναικείου φύλου και λειτούργησε εντέλει ως ανισότητα. Το φαινόμενο αυτό χρειάζεται να ανατραπεί, προκειμένου να επιτευχθεί η ποθητή ουσιαστική ισότητα. Με την πλήρη αναγνώριση του σταθερού και αμεταβλήτου παράγοντα της βιολογικής ιδιαιτερότητας του γυναικείου φύλου θα πρέπει να αναμορφωθεί το κοινωνικό καθεστώς, με τρόπο, ώστε οι διαφορετικές ταυτότητες, αξίες και επιλογές ζωής των γυναικών να μη λειτουργούν ως πηγή διακρίσεων εις βάρος τους. Θα οδηγήσει στην αναγνώριση τους ως ισότιμα αυτόνομα υποκείμενα, με διαφορετικές εμπειρίες και ανάγκες, που δικαιούνται να ζουν με αξιοπρέπεια. Η ελευθερία και η δικαιοσύνη προϋποθέτουν την ανοχή, την ισότητα και τον αλληλοσεβασμό της διαφορετικότητας.
Σε συνάρτηση με την αρχή της ισότητας των φύλων αποκτά μεγάλη σημασία η εφαρμογή της αρχής του αρ. 2 & 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Ο σεβασμός της αξίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου εμπεριέχει την αξία και της ανθρώπου (Βλ. σχετικά Ζώγια Χρονάκη ο.π. σελ. 421). Πρωταρχικής σημασίας είναι επίσης η διάταξη του αρ. 5 & 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι: «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας…». Η προσωπικότητα του ανθρώπου συντίθεται από την σωματική, ψυχική, πνευματική, ηθική και κοινωνική του υπόσταση, από την οποία απορρέουν συγκεκριμένα έννομα αγαθά, όπως η σωματική ελευθερία και ακεραιότητα, η υγεία, η τιμή, η ιδιωτική ζωή, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της δυνατότητας να εξουσιάζει καθένας το σώμα του / της και να το χρησιμοποιεί όπως θέλει, δικαιώματα, τα οποία πρέπει να ασκεί και να αναπτύσσει ελεύθερα. Υποχρέωση συνεπώς της πολιτείας, είναι η παροχή των αναγκαίων μέσων για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός και η μη παρεμπόδιση της άσκησης των δικαιωμάτων, που τη συνθέτουν, και εξατομικεύουν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή κατηγορία προσώπων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Απαιτούνται ειδικά θετικά μέτρα, που συμπληρώνουν και πραγματοποιούν την ουσιαστικοποίηση της ισότητας για ειδικές κοινωνικές κατηγορίες – ομάδες, εξουδετερώνοντας τα ειδικά εμπόδια, που υπάρχουν για κάθε μία από αυτές (ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει η θεσμοθέτηση του νόμου 1329/83, που καθιέρωσε στην ελληνική έννομη τάξη πλήρη ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών του ζεύγους, μέσα στην οικογένεια, αλλά και στην επαγγελματική και εργασιακή δραστηριότητα).
Με σημείο αναφοράς τη διαφορετικότητα των φύλων και με δεδομένες τις συνθήκες και τα αποτελέσματα του κοινωνικού αποκλεισμού των γυναικών, που μία γενική προσέγγιση και απόπειρα περιγραφής τους επιχειρήθηκε παραπάνω, θα εξειδικευθεί στη συνέχεια η μελέτη του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού, όπως συναντάται και διαμορφώνεται εις βάρος μίας ειδικής κατηγορίας ατόμων του γυναικείου φύλου, αυτή των ατόμων με αναπηρίες.

3. Ο κοινωνικός αποκλεισμός των γυναικών με αναπηρία

Για την περιγραφή της κατάστασης και των διαστάσεων του κοινωνικού αποκλεισμού στο χώρο των ατόμων με αναπηρίες σημαντικές παραμέτρους αποτελούν ο τρόπος, που τα άτομα αυτά αντιμετωπίζονται, ο βαθμός αναπηρίας, που παρουσιάζουν, η στάση των ίδιων των ατόμων με αναπηρίες και των γύρω τους απέναντι στην αναπηρία τους. Εν προκειμένω, παρατηρείται πως τα άτομα αυτά έχουν συνήθως περιορισμένη δραστηριοποίηση, λόγω των σωματικών, λειτουργικών, νοητικών, αισθητηριακών ή ψυχικών παθήσεων, που αντιμετωπίζουν, οι οποίες, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, τους εγκλωβίζουν σε μία κατάσταση εξάρτησης από τους άλλους ή από μηχανικά ή ηλεκτρονικά μέσα, η οποία αποφεύγεται μόνο, όταν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν. Έχουν ανάγκη φροντίδας, συχνά νοσηλευτικής και ειδικών θεραπευτικών ασκήσεων, προκειμένου να επιτευχθεί η αποκατάσταση ή η απλή διατήρηση των λειτουργιών τους. Αντιμετωπίζουν προβλήματα στην επικοινωνία με το περιβάλλον και τους γύρω τους, σε συνδυασμό με τα προβλήματα προσπελασιμότητας, που υφίστανται. Κατά συνέπεια έχουν περιορισμένη δυνατότητα για εργασία και συνεπώς υφίστανται μοιραία και μείωση των οικονομικών τους πόρων. Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε καταστάσεις απομόνωσης και περιορισμών, που εμποδίζουν την ελεύθερη και ολοκληρωμένη συμμετοχή τους στην κοινωνική ζωή του συνόλου.
Για την ειδική κατηγορία των γυναικών με αναπηρίες έχουν προκύψει με βάση τα ελληνικά δημογραφικά δεδομένα τα εξής (σχετική έρευνα – ενδεικτική της κατάστασης – πραγματοποιήθηκε στο χώρο των χρονίως πασχόντων, ο οποίος αποτελεί σημαντική κατηγορία του ευρύτερου χώρου των ατόμων με αναπηρίες και αφορά κυρίως άτομα, που η πάθησή τους συνοδεύεται από σοβαρή και μη αναστρέψιμη αναπηρία – βλ. Άννα Αμήρα, Χρονίως πάσχοντες και κοινωνικός αποκλεισμός, δημοσιευμένο στο Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: Διαστάσεις του Κοινωνικού Αποκλεισμού στην Ελλάδα, έκδοση ΕΚΚΕ, τόμος Β’, σελ. 59 επόμ.):
– Σε σχέση με την οικογενειακή τους κατάσταση, στην πλειονότητά τους είναι χήρες, άγαμες και διαζευγμένες (βλ. σχετικά Α. Αμήρα, ο.π., σελ.60-61). Τη φροντίδα τους αναλαμβάνουν συνήθως τα παιδιά τους ή άλλοι συγγενείς (όπως αδέλφια και ανίψια).
– Σε σχέση με την οικονομική τους κατάσταση, σε ποσοστό 90% είναι μέτρια ή κακή, σύμφωνα και με τις δικές τους εκτιμήσεις. Κύρια πηγή εσόδων τους είναι επιδόματα ή σύνταξη (86%), που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις ανάγκες τους. Η ασφάλισή τους είναι έμμεση. Ένα ποσοστό 10% (ηλικίες 18-59 ετών) παραμένει τελείως ανασφάλιστο. Η έλλειψη ασφαλιστικής τους κάλυψης οφείλεται στην ηλικία και στο ποσοστό ή το είδος της αναπηρίας τους. Ταυτόχρονα είναι αρκετά ανήμπορες, ούτως ώστε να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν κάποια απασχόληση. Αν εργαστούν κάποια περίοδο της ζωής τους, πολύ συχνά δεν ασφαλίζονται, είτε κατόπιν επιλογής τους ή ελλείψει άλλης επιλογής.
– Σε σχέση με την κατοικία, η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη και θεωρείται, από τα ίδια τα άτομα, ικανοποιητική, επειδή η κατοικία, στην οποία διαμένουν, είναι συνήθως ιδιόκτητη (ανήκει στα ίδια τα άτομα ή σε κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς τους). Εντούτοις η κατοικία τους εξακολουθεί να μην είναι κατάλληλα διαμορφωμένη, για να καλύπτει τις ανάγκες τους και να τους εξασφαλίζει αυτόνομη και απρόσκοπτη κίνηση.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί μία σοβαρή διάκριση, η οποία έχει παρατηρηθεί από το 1980 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας μεταξύ της «αναπηρίας ή ανικανότητας» (disability), ως ατομικό χαρακτηριστικό σε συνδυασμό με τα λειτουργικά προβλήματα, που απορρέουν από αυτήν και του «μειονεκτήματος» (handicap), που θεωρείται κοινωνική επίπτωση της αναπηρίας και των λειτουργικών προβλημάτων (βλ. σχετικά Κων. Κοσμάτου: Κοινωνικός αποκλεισμός – Ρυθμίσεις, προβλέψεις και πρακτικές στο χώρο των Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες στην Ελλάδα), Ποιν. Δικ 1/2001, 74 επόμ.). Στη διάκριση αυτή βασίζεται και το κείμενο των κανονισμών για την Εξίσωση των ευκαιριών των ανθρώπων με αναπηρίες του ΟΗΕ του 1994, σύμφωνα με το οποίo:
Α) Ο όρος ανικανότητα καλύπτει έναν μεγάλο αριθμό διαφορετικών λειτουργικών περιορισμών, που μπορούν να εμφανιστούν σε οποιονδήποτε κάτοικο της γης. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν αναπηρίες από σωματικό, διανοητικό ή αισθητηριακό περιορισμό (impairment), από ιατρικές συνθήκες ή από ψυχική νόσο. Τέτοιες ανεπάρκειες, συνθήκες ή ασθένειες μπορεί να είναι μόνιμες ή προσωρινές.
Β) Ο όρος μειονέκτημα σημαίνει την απώλεια ή τον περιορισμό των ευκαιριών να συμμετέχουν στη ζωή της κοινότητας ισότιμα με τους άλλους ανθρώπους. Περιγράφει τη συνάντηση του ανθρώπου με αναπηρίες και του περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο αυτός ζει. Υπογραμμίζει έτσι τις ανεπάρκειες του φυσικού περιβάλλοντος και πολλών οργανωμένων δραστηριοτήτων – όπως είναι οι πληροφορίες, η επικοινωνία, η εκπαίδευση κ.λ.π., που εμποδίζουν τους ανθρώπους με αναπηρίες να συμμετέχουν ισότιμα στη ζωή της κοινωνίας. (βλ. σχετικά United Nations, 1994: The Rules on the Equalization of Opportunities for persons with disabilities. U.N. 1994 (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, 1994; Κανονισμοί για την εξίσωση των Ευκαιριών για τους Ανθρώπους με Αναπηρίες). Υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ στην 48η γενική του συνέλευση στις 20 Δεκεμβρίου 1993 (Απόφαση 48/96) και ιδιαίτερα τις παραγράφους 17 και 18 του εισαγωγικού κειμένου).
Επομένως μία φυσική μειονεξία (όρασης, ακοής, κίνησης, πνευματική) δεν πρέπει απαραίτητα να θεωρείται ότι αποτελεί αναπηρία, εφόσον δεν εμποδίζει το άτομο από την αυτό-ολοκλήρωσή του. Διότι πρωτίστως οι συνθήκες του τεχνητού και κυρίως οικονομικού περιβάλλοντος, είναι αυτές, που επιδεινώνουν ή περιορίζουν την κατάσταση φυσικής εξάρτησης ενός ατόμου, και όχι αυτή καθεαυτή η διαφορετικότητά του. Επιπλέον οι λειτουργικοί περιορισμοί, που εμφανίζονται σε κάποιο άτομο, δεν πρέπει να συνεπάγονται οπωσδήποτε και τον κοινωνικό περιορισμό και την απομόνωσή του, τη «μειονεκτική» δηλαδή αντιμετώπισή του.
Εν προκειμένω, τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν εκδώσει σωρεία Οδηγιών και Ψηφισμάτων (βλ. σχετικά Κων. Κοσμάτου, ο.π. σημείωση υπ΄ αριθμ. 7 και 11), με στόχο την υιοθέτηση μέτρων απαραίτητων για τη δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση, την κοινωνική ενσωμάτωση και την επαγγελματική αποκατάσταση των ατόμων με αναπηρίες.
Στην ελληνική νομοθεσία πρωταρχικής σημασίας, εν προκειμένω, έχει το αρ. 21 & 2 και 3 του Συντάγματος, όπου αναφέρεται ότι: «…όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος» και επίσης ότι «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία….της αναπηρίας…». Παράλληλα έχουν κυρωθεί με νόμο διεθνείς Συνθήκες και Συμβάσεις, προκειμένου να εξασφαλισθεί η επαγγελματική αποκατάσταση σε όλα τα άτομα με αναπηρίες (βλ. σχετικά αρ. 22&1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εργασία όλων ανεξαιρέτως των πολιτών και το δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση).
Σε βάρος της ειδικής αυτής κατηγορίας προσώπων λειτουργούν, σε ποικίλους τομείς, ειδικές διακρίσεις και καταστάσεις κοινωνικοοικονομικές τέτοιες, που παρεμποδίζουν την ισότιμη με τους λοιπούς πολίτες απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτών τους. Οι σημαντικότεροι από αυτούς τους τομείς είναι οι εξής:

Α) Υγεία

Παρότι η Εθνική Πολιτική για τη Γυναικεία Υγεία αναγνωρίζει την καθοριστική και αναμφισβήτητη επιρροή κοινωνικών παραγόντων πάνω στη γυναικεία υγεία, οι στρατηγικές, που έχουν τελικά διαμορφωθεί από αυτούς, που εφαρμόζουν τα συστήματα, για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, είναι ανεπαρκείς. Η επιβολή πολιτικών για τη γυναικεία υγεία μέσα από παραδοσιακά μοντέλα υπηρεσιών επιφέρει το εξής αθέλητο αποτέλεσμα: οι στρατηγικές για την υγεία και την αντιμετώπιση της αρρώστιας έχουν διαμορφωθεί μέσα στα ίδια στενά και προκαθορισμένα όρια, που εμποδίζουν την πρόσβαση και τις επιλογές των γυναικών με αναπηρία σε τεχνολογία, θεραπείες και υπηρεσίες υγείας. Οι γυναίκες με αναπηρία βρίσκονται στο κατώτατο σημείο της πυραμίδας αυτών, που διαμορφώνουν τις πολιτικές (βλ. σχετικά Margaret Cooper και Dianne Temby, εργασία, που παρουσιάστηκε, για λογαριασμό της οργάνωσης “Women with disabilities”, Australia (WWDA) [γυναίκες με αναπηρίες], στο “National women’s health network conference” [εθνική διάσκεψη του δικτύου για τη γυναικεία υγεία], που έγινε στη Canberra, από τις 17 έως τις 19 Νοεμβρίου του 1995. Copyright WWDA 1995).
Η πλειοψηφία των μοντέλων παροχής υπηρεσιών εστιάζει την προσοχή στη διαδικασία της αρρώστιας, του τραύματος ή της γενετικής ανωμαλίας, που προκαλεί σωματική, αισθητηριακή, διανοητική ή συναισθηματική αναπηρία στη γυναίκα και όχι στη φροντίδα της ίδιας της γυναίκας, που ζει με την αναπηρία της. Ο εγκλωβισμός στην ιδεολογία της λειτουργικότητας και στα αρνητικά των βιο-φυσικών αποτελεσμάτων έχει σαν συνέπεια να μην προωθούνται τα ζητήματα της γυναικείας υγείας. Μειώνεται έτσι η συνειδητοποίηση των γυναικών με αναπηρίες σχετικά με τα ζητήματα γυναικείας υγείας και η συμμετοχή τους στα αντίστοιχα εκπαιδευτικά προγράμματα υγείας και πρόληψης. Κατ’ αποτέλεσμα οδηγούνται στην περιθωριοποίηση και στην προκατάληψη, όσον αφορά στις εφαρμοζόμενες πολιτικές.
Αδύνατα σημεία των πολιτικών, που υπάρχουν σήμερα για την αναπηρία και την υγεία, είναι:
Α) Η ιδιαίτερη δυσκολία στην εύρεση πληροφοριών και κατάλληλων υπηρεσιών. Επομένως παρεμποδίζονται οι γυναίκες αυτές στην ανάληψη ευθύνης για τη φροντίδα της ίδιας τους της υγείας.
Β) Η ανάγκη βελτίωσης των υπηρεσιών υγείας για τις γυναίκες.
Γ) Η ελλιπής έρευνα και συγκέντρωση στοιχείων για τη γυναικεία υγεία και τις ανάγκες των γυναικών με αναπηρίες.
Δ) Η περιορισμένη συμμετοχή των γυναικών στη λήψη αποφάσεων πάνω σε θέματα υγείας
Ε) Η ανεπαρκής εκπαίδευση αυτών, που παρέχουν υπηρεσίες υγείας (η εκπαίδευση και η πρόσληψη γυναικών με αναπηρίες σε θέσεις επαγγελματιών υγείας θα μπορούσε να βοηθήσει στην καλύτερη εκπαίδευση πάνω στα σχετικά ζητήματα).

Τα σημαντικότερα από τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες με αναπηρίες, σχετικά με την υγεία τους, είναι τα παρακάτω:
• Λιγότερες πιθανότητες να βρούνε κατάλληλη διαμονή
• Δυσκολίες, όσον αφορά στην έμμηνο ρύση τους
• Έλλειψη αναγνώρισης της σεξουαλικότητας τους, καθώς και άλλων σχετικών ζητημάτων από την μεριά των εργαζομένων στο χώρο της υγείας
• Περισσότερες πιθανότητες να πέσουν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης
• Υποχρέωση για αντισύλληψη, χωρίς τη συναίνεσή τους
• Δυσκολίες στην αντιμετώπιση της ακράτειας ούρων
• Μεγαλύτερες πιθανότητες να μπούνε σε Ίδρυμα
• Χαμηλές πιθανότητες να βρούνε δουλειά
• Θεραπεία των συμπτωμάτων των ενδεχομένων ψυχολογικών προβλημάτων και όχι ολοκληρωτική αντιμετώπισή τους
• Αυξημένες πιθανότητες για βιασμό ή σεξουαλική κακοποίηση μέσα στο Ίδρυμα
• Δυσκολίες στην εύρεση υποστηρικτικών υπηρεσιών μέσα στην κοινότητα
• Ανάγκη για προσιτές υπηρεσίες και πληροφόρηση, που δεν ικανοποιείται
• Ανάγκη για αποτελεσματική διαμεσολάβηση μεταξύ της κυβέρνησης και αυτών, που παρέχουν τις υπηρεσίες πάνω σε ποικίλα άλλα σχετικά θέματα, όπως για παράδειγμα αυτών, που παρέχουν τις υπηρεσίες, που απαιτούνται για μία γυναίκα με ψυχολογικά προβλήματα
• Έλλειψη εκπροσώπησης στις σχετικές ομάδες λήψης αποφάσεων

Συνεπώς, σήμερα φαίνεται πως σε μεγάλο βαθμό, οι γυναίκες με αναπηρίες βρίσκονται στο περιθώριο, όσον αφορά στα Προγράμματα για την Γυναικεία Υγεία. Επίσης φαίνεται ότι προκύπτουν συνεχώς νέα ζητήματα, σχετικά με τη δυνατότητα πρόσβασης σε μηχανήματα εξετάσεων, με την κατανόηση των θεμάτων, που προωθούνται κ.λ.π.. Προκύπτουν ως εκ τούτου νέοι φόβοι για κάποιες από αυτές τις γυναίκες, καθώς τα σώματά τους θεωρούνται ότι τις έχουν προδώσει και ότι είναι ως εκ τούτου επικίνδυνα και τις περισσότερες φορές εξετάζονται για κακό και όχι για καλό σκοπό. Επίκεντρο της προσοχής αποτελούν όλο και περισσότερο τα σωματικά προβλήματα και όχι οι κοινωνικές επιδράσεις και οι επιπτώσεις των διαπροσωπικών σχέσεων πάνω στο άτομο και στη συνολική υγεία του. Παλιότερα προβλήματα αναβιώνουν – προβλήματα σχετικά με το φόβο, μήπως χάσουν οι ανάπηρες τον έλεγχο του εαυτού τους, στα χέρια αυτών, που παρέχουν τις υπηρεσίες υγείας. Φόβος, εξαιτίας της έλλειψης συμβουλών. Φόβος, εξαιτίας των περιορισμένων μέτρων και της περιορισμένης χρηματοδότησης πάνω σε αποτελεσματικά προγράμματα για τις γυναίκες με αναπηρίες. Χρειάζεται οπωσδήποτε περισσότερη έρευνα, έτσι ώστε να προσδιορισθούν πιο σωστά τα θέματα υγείας των γυναικών με αναπηρίες και να οργανωθούν σχετικές πολιτικές και στρατηγικές. Πως μπορεί κανείς να ξέρει τί πρέπει να κάνει, όταν δεν ξέρει τί είναι καλά καλά αυτό, που χρειάζεται; Διότι η έλλειψη ανταπόκρισης στις συγκεκριμένες ανάγκες αποτελεί από μόνη της ένα είδος διάκρισης.
Είναι αναγκαίο να αναπτυχθούν πολιτικές, που δε θα στηρίζονται σε βιο-ιατρικά και οικονομικά κατά βάση κριτήρια, τα οποία οδηγούν στην κυριαρχία του επιστημονικού ορθολογισμού, της τάσης δηλαδή να εξαλειφθεί κάθε διαφοροποίηση πάνω σε θέματα υγείας. Αντίθετα πρέπει να αναγνωρισθεί η υποκειμενική πραγματικότητα των συμπληρωματικών και διαφοροποιημένων αναγκών των γυναικών με αναπηρίες, με σκοπό την υιοθέτηση κατάλληλων μέτρων και την παροχή των αναγκαίων υπηρεσιών, για την εξυπηρέτησή τους στην απόκτηση και διατήρηση μίας υγιούς ζωής (φυσικά εντός των δεδομένων ορίων της αναπηρίας τους). Επομένως πρέπει να επαναπροσδιορισθεί η βασική ιατρική περίθαλψη και τα προγράμματα διατήρησης υγείας, έτσι ώστε οι γυναίκες να αντιμετωπίζονται εντός του πλαισίου της κοινωνίας και να μην υφίστανται τα αποτελέσματα της διαφοροποίησης της εξουσίας. Στόχο αποτελεί το να είναι υγιείς, ακόμη και εκτός περιβάλλοντος συνεχούς ιατρικής περίθαλψης.

Β) Σεξουαλική ζωή

Ιδιάζουσας σημασίας πρόβλημα, που αντιμετωπίζει τμήμα του γυναικείου πληθυσμού, που εμφανίζει κάποιας μορφής αναπηρία και βρίσκεται σε άμεση σχέση με τον τομέα της υγείας και της ιατρικής φροντίδας αλλά και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της αυτοδιάθεσης του σώματος της καθεμίας στον τομέα της γενετήσιας ελευθερίας, είναι η σεξουαλική τους ζωή. Οι κυριότερες διακρίσεις, που υφίστανται, εν προκειμένω, οι γυναίκες με αναπηρία, έχει παρατηρηθεί πως είναι (βλ. σχετικά Diva Arora: « Οι γυναίκες με αναπηρία ζητούν το λόγο» από το Disability international. Μετάφραση Ντόρας Δημητρακοπούλου):
• Αντιμετωπίζουν πλήθος προκαταλήψεων, με συνέπεια να θεωρούνται είτε ασεξουαλικές είτε αντίθετα σεξουαλικά αντικείμενα (όπως τονίζει η YUTTA FRICKE, μέλος του Διεθνούς Οργανισμού Αναπήρων στο Διεθνές Συνέδριο για τον Πληθυσμό και την Προοπτική Ανάπτυξης, που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 1994).
• Η σεξουαλική τους εκπαίδευση και η γνώση του σώματός τους είναι ανεπαρκής συγκριτικά με τους φυσιολογικούς συνομηλίκους τους.
• Τα κορίτσια και οι γυναίκες με αναπηρία έχουν υποστεί πολύ περισσότερο βία και σεξουαλικό βιασμό από τις ικανές – σωματικά αδελφές τους, ειδικότερα μέσα στο στενό συγγενικό περιβάλλον.
• Οδηγούνται αναγκαστικά στη στείρωση (όπως στο ίδιο κατά τα παραπάνω Συνέδριο τονίζει η MAMVURA), που αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Υπήρξε αντικείμενο προβληματισμών σε παγκόσμια κλίμακα, το ερώτημα κατά πόσο τα άτομα με νοητική καθυστέρηση πρέπει να οδηγούνται στη στείρωση.
• Δεν έχουν δυνατότητα πρόσβασης στην αντισύλληψη, ως μέρος των προγραμμάτων υγείας. Η FRICKE υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη ομάδα πρέπει να αποτελέσει πρωταρχικό στόχο για τη συμβουλευτική αναπαραγωγή.
• Εν προκειμένω, δεν πρέπει να παραγνωρίζονται και πολλά προβλήματα επικοινωνίας, που προκύπτουν, όπως π.χ. η δυσκολία παροχής πληροφόρησης σε άτομα, που η αναπηρία τους σε συνδυασμό με τη λήψη αντισυλληπτικών μπορεί να προκαλέσει κυκλοφοριακό πρόβλημα ή μπορεί να μην επιτρέπει τη χρήση διαφράγματος. Συχνά επίσης οι μέθοδοι αναπαραγωγής μπορεί να χρησιμοποιηθούν λανθασμένα και να επηρεάσουν γενετικά (όπως για παράδειγμα η αμνιοκέντηση συχνά οδηγεί στην αποβολή).
• Στον αντίποδα των παραπάνω υφίσταται και το πρόβλημα της στειρότητας. Οι γυναίκες, που έχουν πρόσβαση στις τεχνολογικές μεθόδους αναπαραγωγής, δε γνωρίζουν το χαμηλό ποσοστό επιτυχίας και τους κινδύνους, που ενυπάρχουν (σύμφωνα με στατιστικά δεδομένα 16 θάνατοι συνδέονται με την τεχνητή γονιμοποίηση). Ιδιαίτερα προβληματίζει το γεγονός ότι πολλές γυναίκες με αναπηρία μπορεί να καταλήξουν στη χρηματική απολαβή για την παροχή των αναπαραγωγικών τους υπηρεσιών. Συνέπεια όλων αυτών είναι η τεχνολογία, που χρησιμοποιείται για τη γονιμότητα και την αναπαραγωγή, να παραμένει άχρηστη.
Οι κυβερνήσεις οφείλουν να αναπτύξουν καθαρή πολιτική για τις γυναίκες με αναπηρία και να βοηθήσουν την ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία με τη λήψη ποικίλων μέτρων, αφού η αναπηρία μπορεί να έχει διάφορες μορφές. Πολλές γυναίκες μπορεί να έχουν πρόβλημα όρασης ή ακοής ή κινητικά προβλήματα. Επίσης μπορεί να παρουσιάζουν νοητική υστέρηση σε ποικίλους βαθμούς. Η συστηματική ενασχόληση και η εκπαίδευση θα επιτρέψουν να περιορισθεί η προκατάληψη, η άγνοια και ο σωματικός και συναισθηματικός βιασμός των ανθρώπων με αναπηρία.

Γ) Εκπαίδευση-επαγγελματική κατάρτιση και αποκατάσταση

Στο χώρο της εκπαίδευσης των ατόμων με αναπηρίες έχουν γίνει σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια, ιδρύθηκαν Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής και αυξήθηκε ο αριθμός των ατόμων, που φοιτούν σε αυτά. Το μειονέκτημα, εν προκειμένω, είναι ότι οι “ειδικές” αυτές σχολικές μονάδες δεν διαθέτουν οργανωμένα οικοτροφεία και βρίσκονται συχνά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Κατά συνέπεια είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η παρακολούθησή τους από άτομα, που προέρχονται από την υπόλοιπη χώρα. Επιπρόσθετα μόλις τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν σχολές σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας-Τμήμα Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Βόλου, Παιδαγωγικό Τμήμα Ειδικής Αγωγής, προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών στην Ειδική Αγωγή σε ελάχιστα πανεπιστήμια), που να έχουν ως στόχο την κατάρτιση ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού. Συνεπώς ο αριθμός των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες, γενικότερα ο αριθμός του εξειδικευμένου και κατάλληλου επιστημονικού προσωπικού δεν μπορεί να εξυπηρετήσει σε ικανοποιητικό βαθμό τη λειτουργία των σχολείων αυτών. Από την άλλη πλευρά, τα ίδια τα άτομα με αναπηρίες αντιμετωπίζουν μεγάλες και ουσιαστικές δυσκολίες πρόσβασης στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, διότι αφενός τούτοι δεν είναι κατάλληλα διαμορφωμένοι, για να διευκολύνουν την προσπέλαση των ατόμων αυτών, αφετέρου διότι δεν είναι επανδρωμένοι με ειδικό προσωπικό, ούτε διαθέτουν ειδικά εγχειρίδια, κατάλληλα προσαρμοσμένα στις μαθησιακές δυσκολίες και ανάγκες των ατόμων αυτών. Κατ΄αποτέλεσμα η άρτια και ολοκληρωμένη εκπαίδευση τους παραμένει ακόμη, παρά τις όποιες πρόχειρα σχεδιασμένες προσπάθειες για λήψη των κατάλληλων μέτρων, μία ανέφικτη “πολυτέλεια”.
Στο χώρο της επαγγελματικής κατάρτισης και αποκατάστασης των ατόμων με αναπηρίες συναντώνται ανάλογα προβλήματα πρόχειρης και ευκαιριακής αντιμετώπισης του προβλήματος. Οι μοναδικές περιπτώσεις ουσιαστικής ενασχόλησης με την επαγγελματική εκπαίδευση των ατόμων αυτών, η οποία είναι, κατά βάση, «ιδρυματική» καταβάλλονται μέσω «πιλοτικών» ή «ερευνητικών» προγραμμάτων, δράσεων και πρωτοβουλιών (βλ. Κων. Κοσμάτου, ο.π. σελ. 76), που χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και διαρκούν για περιορισμένο χρονικό διάστημα με σύνηθες αντικείμενο «παραδοσιακές εργασίες» (τα κοινοτικά αυτά προγράμματα στοχεύουν περισσότερο ή κατά κύριο λόγο στην αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων επιστημόνων και όχι στην ουσιαστική αναβάθμιση της εκπαίδευσης και τον επαγγελματικό προσανατολισμό των ατόμων αυτών). Παράλληλα υφίσταται και το πρόβλημα της έλλειψης κατάλληλης υποστηρικτικής υποδομής στους εργασιακούς χώρους, προσαρμοσμένης στις ανάγκες της επαγγελματικής ενασχόλησης των ατόμων αυτών, αλλά και στην ειδική καθοδήγηση των εργοδοτών τους. Κατ’ αποτέλεσμα, τα άτομα αυτά συναντούν απεριόριστες δυσκολίες στην ένταξη και απορρόφησή τους από την αγορά εργασίας, εφόσον υπάρχει ανισότητα ευκαιριών αλλά και μεταχείρισης, που οδηγεί σε συνθήκες υποβάθμισης και φτώχειας (βλ. Κων. Κοσμάτου. ο.π. σημείωση 16).
Όλα τα παραπάνω, συνδυαζόμενα με τις ιδιαίτερες δυσκολίες, που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες εν γένει κατά την πρόσβαση και παραμονή τους στην αγορά εργασίας και οδηγούν ουσιαστικά στον αποκλεισμό τους, επιτρέπουν την παρουσίαση του υπό κρίσιν θέματος στην κατηγορία των γυναικών με αναπηρίες στην πλήρη του διάσταση.
Καταρχήν ο διαχωρισμός ανάμεσα στους ρόλους των δύο φύλων, όπως λειτουργεί στις σχέσεις μεταξύ εργασίας και οικογένειας, μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, παραγνωρίζει τη διάσταση της οικονομικής συνεισφοράς των γυναικών στο νοικοκυριό και συνεπάγεται τη διαμόρφωση ειδικών – μειονεκτικών, κατά κανόνα – συνθηκών στην πρόσληψη των γυναικών στην εργασία, στη διαμόρφωση των μισθών και στην επαγγελματική τους εξέλιξη (βλ. σχετικά Χάρη Συμεωνίδου, Ο αποκλεισμός των γυναικών από την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: Διαστάσεις του Κοινωνικού Αποκλεισμού στην Ελλάδα – έκδοση ΕΚΚΕ, τόμος Β’, 133- 160)

Ειδικά στην Ελλάδα, η θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας προσδιορίζεται από δύο παράγοντες:
Α) Υπάρχει χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, σε σύγκριση με αυτή των ανδρών (το 1991 το ποσοστό συμμετοχής ανήρχετο στο 32,6%, όταν ο μέσος όρος για την Κοινότητα ισούται με 42,6%), παρά το γεγονός ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει σημειωθεί ανοδική πορεία της συμμετοχής τους. Το φαινόμενο αυτό, κατά κύριο λόγο, είναι αποτέλεσμα (βλ. σχετικά Μ. Θανοπούλου – Εμ. Φρονίμου – Β. Τσιλιμιγκάκη, Αποφυλακιζόμενες γυναίκες: To δικαίωμα στην επαγγελματική επανένταξη, εκδόσεις Σάκκουλα 1997, σελ. 70-71): α) των κοινωνικών δομών, που εξακολουθούν να συντηρούν τον περιορισμό του ρόλου της γυναίκας στην παραδοσιακή παραμονή της μέσα στο σπίτι και την προσφορά άμισθης οικιακής εργασίας, β) της ανελαστικότητας στην αγορά εργασίας, η οποία οφείλεται στην έλλειψη οικονομικής υποστήριξης του κράτους στην οικογένεια και κατ΄ επέκταση και στην εργαζόμενη γυναίκα με οικογένεια (π.χ. δεν υπάρχει κοινωνική υποδομή σε παιδικούς σταθμούς, νηπιαγωγεία, γηροκομεία, για το λόγο αυτό και οι γυναίκες εξακολουθούν να είναι επιφορτισμένες με τη φροντίδα των παιδιών ή των ηλικιωμένων μελών της οικογένειας). Το γεγονός αυτό οδηγεί τις γυναίκες ή να εργάζονται συνέχεια ή, όταν διακόψουν την εργασία τους, με το γάμο ή τη γέννηση του πρώτου παιδιού, να μην επανεντάσσονται στο εργατικό δυναμικό. Τούτο οφείλεται επίσης στο ότι το κόστος παραίτησης από την εργασία και επανένταξης στο εργατικό δυναμικό είναι πολύ υψηλό, δεν υπάρχει ποικιλία εργασιακών σχημάτων και δεν προβλέπονται εκτεταμένες άδειες μητρότητας ή διευκολύνσεις για μερική απασχόληση και γ) υπάρχει μεγάλη δυσκολία στην εξεύρεση εργασίας, λόγω της οικονομικής κρίσης, η οποία γίνεται όλο και πιο δυσχερής με την άνοδο της ηλικίας. Επιπλέον το ασφαλιστικό σύστημα και το σύστημα κοινωνικών παροχών είναι εξαιρετικά πολύπλοκα, καθιστώντας συχνά προβληματική τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων από τη μία εργασία στην άλλη. Στο αποτέλεσμα αυτό, ήτοι της χαμηλής συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό της χώρας, συντελεί κατά μεγάλο βαθμό και το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνεται συνήθως στις καταμετρήσεις αυτού, ένα σημαντικό τμήμα της γυναικείας απασχόλησης, που αφορά σε άτυπες ή μη αμειβόμενες εργασίες, που συχνά προσφέρουν οι γυναίκες σε οικογενειακές επιχειρήσεις.
Β) Στο σύνολο των οικονομικά ενεργών γυναικών, ποσοστό 85,8% είναι απασχολούμενες (ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών είναι 94,5%, επομένως αυτοί είναι απασχολούμενοι σε μεγαλύτερο βαθμό) – ενώ ποσοστό 14,2% είναι άνεργες (ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών είναι 5,5%, επομένως αυτοί είναι άνεργοι σε μικρότερο βαθμό). Επομένως οι γυναίκες είναι σε μικρότερο βαθμό απασχολούμενες και σε μεγαλύτερο βαθμό άνεργες σε σχέση με τους άνδρες (Πηγή: δημοσίευμα της ΕΣΥΕ, που αφορά στα στατιστικά στοιχεία από την Έρευνα Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού του 1992).
Σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των απασχολούμενων γυναικών, έχει προκύψει ότι οι γυναίκες αυτές ανήκουν κυρίως στις μεσαίες (30-44 ετών) και μεγαλύτερες (45-64 ετών) ομάδες ηλικιών, έχουν χαμηλό (39,7%) και μέσο επίπεδο εκπαίδευσης (25,2%), απασχολούνται κυρίως στον πρωτογενή και τριτογενή τομέα, ασκούν ποικίλα επαγγέλματα και έχουν σε μεγάλο βαθμό (54%) εξαρτημένη σχέση εργασίας. Σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των ανέργων γυναικών, (που παρουσιάζουν από τα υψηλότερα ποσοστά – 14,2%- μεταξύ των χωρών της Ε.Ο.Κ.) έχει προκύψει ότι οι γυναίκες αυτές ανήκουν κυρίως στις νεώτερες και μέσες ηλικίες (60% του συνόλου των ανέργων γυναικών), έχουν μέσο (41,6%) και χαμηλό (27,5%) επίπεδο εκπαίδευσης. Περισσότερες από τις μισές (56,5%) εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας. Αν είχαν προηγούμενη απασχόληση, είχε σχέση με τους κατώτερους κλάδους της βιομηχανίας, της βιοτεχνίας και των υπηρεσιών. Οι περισσότερες από τις μισές (56,7%) είναι μακροχρόνια άνεργες (πέραν των 12 μηνών) και υποστηρίζονται σε πολύ μικρό βαθμό (13,36%) από τους δημόσιους φορείς εξεύρεσης απασχόλησης. Σε σχέση με την απασχόληση των γυναικών στην ανεπίσημη αγορά εργασίας έχει προκύψει ότι έχουν σημαντική συμμετοχή σε ποικίλες μορφές απασχόλησης, όπως μερική απασχόληση, εποχιακή απασχόληση, αμειβόμενη εργασία στο σπίτι (φασόν) κ.λ.π., φαινόμενο, το οποίο παράγει κάτω από νέες συνθήκες την υποβιβασμένη θέση τους στην επίσημη αγορά εργασίας (χαμηλές αμοιβές, μειωμένες ή ανύπαρκτες κοινωνικές παροχές, ελάχιστες προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης).
Η εθνική μας νομοθεσία για την απασχόληση, την κοινωνική ασφάλιση και τη φορολογική πολιτική εμπεριέχει μία σειρά προστατευτικών ρυθμίσεων (παροχή επιδομάτων, γονικών αδειών κ.λ.π.), που λαμβάνουν υπόψη την προστασία των γυναικών σε συνάρτηση με την μητρότητα. Στη χώρα μας λειτουργεί Μονάδα Πληροφόρησης και Συμβουλευτικής Γυναικών σε θέματα Απασχόλησης και Επαγγελματικής Κατάρτισης, μέσα από το πανελλαδικό δίκτυο « ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ », κυριότεροι σκοποί του οποίου είναι οι εξής:
• Η προώθηση της ισότητας των φύλων στην αγορά εργασίας
• Η προώθηση των γυναικών στην αγορά εργασίας, στην αυτοαπασχόληση και στη μισθωτή εργασία
• Η συλλογή, ανάλυση και διάδοση πληροφοριών σχετικά με την απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση των γυναικών
• Η καταγραφή, η βελτίωση της ποιότητας, η δημοσιοποίηση και ο καθορισμός κανόνων ορθής λειτουργίας των υπηρεσιών των δομών στήριξης της γυναικείας απασχόλησης, η προώθηση των αιτημάτων τους στους αρμόδιους φορείς και η αποτελεσματική χρήση τους σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
• Η ενίσχυση και βελτίωση των υπηρεσιών πληροφόρησης και συμβουλευτικής των γυναικών, κατά τη διαδικασία ένταξής τους στην αγορά εργασίας
Είναι πρωταρχικός ο ρόλος της Πολιτείας στη λήψη μέτρων για την εναρμόνιση της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής των γυναικών εν γένει, αλλά και στην υλοποίηση της ισότητας των ευκαιριών και της απρόσκοπτης άσκησης όλων των κοινωνικών παροχών και δικαιωμάτων, που θα εξασφαλίσουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης στην ευαίσθητη κατηγορία των γυναικών – ατόμων με αναπηρίες. Επομένως απαιτείται λήψη μέτρων προωθητικών της γυναικείας απασχόλησης, καθώς και διαρκής επανεξέταση και αξιολόγηση αυτών, ούτως ώστε να προσαρμόζονται στις συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Ακόμη απαιτούνται μέτρα προστατευτικά της ιδιαίτερης κατηγορίας των γυναικών με αναπηρίες, ούτως ώστε να διασφαλισθεί θεσμικά η αξιοπρέπειά τους και να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την αφομοίωσή τους από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Κοινωνικό αίτημα, διεκδικούμενο από όλες τις ομάδες του πληθυσμού, πρέπει να αποτελέσει η αναγνώριση του δικαιώματος του διαφορετικού, με σκοπό το ξερίζωμα των ιστορικών προκαταλήψεων και του αρνητικού στιγματισμού των ατόμων, που διαφέρουν από τον «μέσο κοινωνικό τύπο».
Στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ψηφίζεται στο Στρασβούργο το Δεκέμβριο του 1989, ο «Κοινωνικός Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων», για τη διασφάλιση της ισότητας, της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης στα κράτη-μέλη, δικαιώματα, μεταξύ των οποίων αναφέρονται και όσα αφορούν στην ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στον τομέα της απασχόλησης, καθώς και στην προστασία των μειονεκτούντων ατόμων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (που ιδρύεται με το αρ. 123 της Συνθήκης της Ρώμης), με την πρώτη αναμόρφωσή του το 1972, δίνει έμφαση σε μέτρα επαγγελματικής επανεκπαίδευσης και επανενσωμάτωσης κατηγοριών, όπως οι μειονεκτούντες και οι γυναίκες.
Το 1990 η Επιτροπή αναπτύσσει νέες πρωτοβουλίες, με την κατάρτιση καινούργιων προγραμμάτων, μεταξύ των οποίων το πρόγραμμα HORIZON, που στοχεύει την κοινωνική ενσωμάτωση των μειονεκτούντων στον τομέα της απασχόλησης, το πρόγραμμα HELIOS, που στοχεύει την ανταλλαγή πληροφοριών και την υιοθέτηση τεχνολογιών, για την εξασφάλιση μίας καλύτερης ποιότητας ζωής και κοινωνικής προστασίας των μειονεκτούντων ατόμων, αλλά και το πρόγραμμα NOW, που στοχεύει να προωθήσει την επαγγελματική εκπαίδευση και απασχόληση γυναικών, που είναι σε δυσμενή θέση στην αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με το πλαίσιο ταξινόμησης του EUROSTAT, οι τομείς δαπανών κοινωνικής προστασίας περιλαμβάνουν και τον τομέα αναπηρίας – ανικανότητας, με σκοπό την άρση των εμποδίων για την ανάληψη κοινωνικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων και τη χορήγηση επιδομάτων και συντάξεων, για τη φυσική και κοινωνική αποκατάσταση των ατόμων με αναπηρίες.
Ιδιαίτερης παρουσίασης, όσον αφορά στις σχέσεις των δύο φύλων στους χώρους εργασίας, χρήζει το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης, που εμποδίζει σε πολλές περιπτώσεις την είσοδο και την χωρίς επιπτώσεις παραμονή κάποιων γυναικών στην εργασία (βλ.σχετικά Έφη Βενιζέλου – Σωσώ Τσίλη, Η προστασία των εργαζομένων στο χώρο της εργασίας τους. Το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης, Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: Διαστάσεις του Κοινωνικού Αποκλεισμού στην Ελλάδα, έκδοση ΕΚΚΕ, τόμος Β’, 287-304). Ο ορισμός, που δίνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ο εξής: «Σεξουαλική παρενόχληση σημαίνει ανεπιθύμητη συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα (sexual nature) ή άλλη συμπεριφορά, που βασίζεται στη διαφορά φύλου, η οποία θίγει την αξιοπρέπεια ανδρών και γυναικών στην εργασία» (No I, 49/4, Official Journal of the European Communities). To κύριο χαρακτηριστικό αυτών των συμπεριφορών είναι ο ανεπιθύμητος και προσβλητικός χαρακτήρας τους. Οι συμπεριφορές αυτές κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:
• σωματική συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα
• προφορική συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα
• μη προφορική συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα
• συμπεριφορά, που βασίζεται στο φύλο, η οποία μειώνει, γελοιοποιεί, εκφοβίζει ή καταχράται σωματικά έναν εργαζόμενο λόγω φύλου.
Η αποδοχή ή η απόρριψή τους από τον εργαζόμενο έχει επιπτώσεις στην πρόσβασή του σε επαγγελματική κατάρτιση, σε απασχόληση ή σε συνέχισή της, σε προαγωγή, σε θέματα μισθοδοσίας ή σε άλλες αποφάσεις, που σχετίζονται με την απασχόλησή του. Δημιουργούνται δυσκολίες παραμονής σε ένα συγκεκριμένο χώρο και συχνά το παρενοχλούμενο άτομο οδηγείται σε παραίτηση. Παράλληλα υφίσταται αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, το ηθικό και την απόδοσή του. Οι συμπεριφορές αυτές δημιουργούν εκφοβισμό, εχθρότητα, προσβλητικό και ταπεινωτικό περιβάλλον εργασίας, για όποιον τις υφίσταται (βλ. σχετικά Ε. Βενιζέλου – Σ. Τσίλη ο.π. σελ. 291-292).
Από τις έρευνες, που έχουν γίνει μέχρι σήμερα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έχει προκύψει ότι μεγαλύτερες πιθανότητες να υποστούν τέτοιες συμπεριφορές σεξουαλικής παρενόχλησης έχουν οι γυναίκες, ειδικά οι νέες, οι διαζευγμένες, όσες μπαίνουν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας, όσες δεν έχουν μονιμότητα, όσες εργάζονται σε μη παραδοσιακά επαγγέλματα και οπωσδήποτε οι γυναίκες με αναπηρίες.
Το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης έρχεται σε αντίθεση με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης όλων των εργαζομένων αλλά και της προστασίας της αξιοπρέπειας των πολιτών. Εμπεριέχει στοιχεία κοινωνικού αποκλεισμού, κυρίως των γυναικών (έμμεση μορφή κοινωνικού αποκλεισμού). Ο σχετικός κώδικας συμπεριφοράς της κοινότητας αναφέρει σχετικά: «Σε γενικές γραμμές η σεξουαλική παρενόχληση είναι εμπόδιο στην ενσωμάτωση των γυναικών στην αγορά εργασίας και η Κοινότητα είναι υποχρεωμένη να ενισχύσει την ανάπτυξη μέτρων, ώστε να διευκολύνει αυτή την ενσωμάτωση» (Ω/937/92 – EN, Protecting the dignity of women and men at work, Code of Practice on Measures to Combat sexual harassement, σελ. 7). Απαιτείται, συνεπώς, η λήψη μέτρων, που να συνδέονται με μία ευρύτερη πολιτική για την προώθηση ίσων ευκαιριών και την βελτίωση της θέσης των γυναικών στην εργασία. Στόχος είναι η αλλαγή συμπεριφοράς και στάσης των ενδιαφερομένων.
Ειδικά στην Ελλάδα, το πρόβλημα αντιμετωπίζεται σε νομικό πλαίσιο κυρίως από τις παρακάτω διατάξεις:
– Αρ. αρ.57 Αστικού Κώδικα: «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δεν αποκλείεται.»
• Αρ. 337 Ποινικού Κώδικα: «Όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις, που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή».
• Αρ. 338 Ποινικού Κώδικα: «Όποιος καταχράται την παραφροσύνη γυναίκας ή την από οποιαδήποτε αιτία προερχόμενη ανικανότητά της να αντισταθεί, για να έλθει σε εξώγαμη συνουσία μαζί της, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Όποιος καταχράται τις παραπάνω καταστάσεις και ενεργεί άλλη ασελγή πράξη σε γυναίκα ή άνδρα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών».
• Αρ. 343 Ποινικού Κώδικα: «Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται ο δημόσιος υπάλληλος, που ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο, που εξαρτάται υπηρεσιακά από αυτόν, εκμεταλλευόμενος αυτή τη σχέση».
• Αρ. 361 Ποινικού Κώδικα: «Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης, προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης. Όταν η προσβολή της τιμής δεν είναι ιδιαίτερα βαριά, αν ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις και το πρόσωπο του ατόμου, που προσβλήθηκε, ο υπαίτιος τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο».
• Αρ. 361 Ποινικού Κώδικα: «Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται η έμπρακτη εξύβριση, αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα».
• Σχετικοί είναι και οι νόμοι της εργατικής νομοθεσίας υπ΄ αριθμ. 3198/55, 1414/84, 1483/84 κ.α., που ρυθμίζουν θέματα των εργασιακών σχέσεων των πολιτών. Επίσης το αρ. 2 του Συντάγματος και το αρ. 22, που κατοχυρώνει το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη στην εργασία.
Απαιτείται, παράλληλα, να αποσαφηνισθεί η πραγματική έννοια του όρου της σεξουαλικής παρενόχλησης και η έκτασή της, από τη νομοθεσία και τη νομολογία, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των διάσπαρτων κατά τα παραπάνω διατάξεων. Οι φορείς, που ασχολούνται με το θέμα, είναι η Γενική Γραμματεία Ισότητας και η Γραμματεία Γυναικών της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος. Παρόλα αυτά δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο δημοσίου διαλόγου. Ο σύνδεσμος για τα δικαιώματα της Γυναίκας, κατόπιν μικρής έρευνάς του, παρατηρεί ότι το ποσοστό των παρενοχλούμενων γυναικών στην Ελλάδα φθάνει στο 60% και υποστηρίζει ότι: «Δεν είναι παρά μια έκφραση της εξουσίας, η οποία στηρίζεται στην ιεραρχία των φύλων και ενισχύεται από την εξουσία, που απορρέει από την άνιση κατανομή των φύλων στην εργασιακή ιεραρχία» (Μαγγανάρα, Μεσημβρινή 1992).

Δ) Προσπελασιμότητα

Ένα από τα κυριότερα πρακτικά και καθημερινά προβλήματα, που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρίες, είναι αυτό της προσπελασιμότητας, ήτοι της παρεμπόδισης πρόσβασής τους σε διάφορους χώρους, κτίρια και εγκαταστάσεις. Απαιτείται αναδιαρρύθμιση των υπαρχόντων κτιρίων, ειδικά για τη στέγαση των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά και οργανωμένος σχεδιασμός των νέων και εκσυγχρονισμένη μορφή δόμησης του περιβάλλοντος εν γένει, π.χ. με τη δημιουργία νέων χώρων στάθμευσης, δημιουργία κατάλληλα διαμορφωμένων κοινόχρηστων χώρων και εγκαταστάσεων, ούτως ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση, να αίρονται τα εμπόδια (αρχιτεκτονικά και κατ΄ επέκταση και κοινωνικά) και να υπάρχει μία χωροθέτηση προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες ανάγκες των ατόμων αυτών, που αποτελούν μεγάλη κατηγορία του πληθυσμού.
Το θέμα αναγνωρίστηκε από τους αρμοδίους φορείς και έχουν καταβληθεί προσπάθειες αντιμετώπισής του (εν προκειμένω εκδόθηκαν σχετικοί εγκύκλιοι: ενδεικτικά βλ. ΔΙΑΔΠ/26534/2-12-1996, ΔΙΑΔΠ/4391/17-2-1997, ΔΙΑΔΠ/Γ2γ/6750/29-3-1999). Από έρευνα, που διενεργήθηκε το 1992 στον Αθηναϊκό χώρο (βλ. σχετικά Σ.Β. Νικολαίδου: Ο αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες από τον ελληνικό αστικό χώρο, «Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα – Κύρια θέματα και προσδιορισμός προτεραιοτήτων πολιτικής. Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο», τόμος Α’, έκδοση ΕΚΚΕ, Αθήνα 1996, 436 επόμ.), προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα (Βλ. και Κων. Κοσμάτου, ο.π., σελ. 75), σχετικά με την προσπελασιμότητα της ειδικής αυτής κατηγορίας ατόμων, η οποία, σε όλες τις περιπτώσεις, χαρακτηρίζεται κακή / πολύ κακή, κατά τα εξής ποσοστά:
– Σε Υπουργεία σε ποσοστό 30%
– Σε Νοσοκομεία 20,3%
– Σε κτίρια ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης σε ποσοστό 90%-100%
– Σε κέντρα ψυχαγωγίας και πολιτιστικά κέντρα σε ποσοστό 27% (κινηματογράφοι) και σε ποσοστό 53% (θέατρα)
– Σε μουσεία σε ποσοστό 50%
– Σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς σε ποσοστό 84%
Η προσπελασιμότητα σε Κοινόχρηστες εγκαταστάσεις (κοινόχρηστες τουαλέτες, διαμορφωμένοι χώροι στάσης, παγκάκια) είναι μηδενική, εφόσον υπάρχει παντελής απουσία πρόβλεψης, σχεδιασμού και διαμόρφωσης ανάλογων χώρων στην Ελλάδα.

4. Προοπτικές–στρατηγικές καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού

Αφετηρία του προβληματισμού αντιμετώπισης του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού των ατόμων – γυναικών με αναπηρίες, λόγω σωματικής, νοητικής, αισθητηριακής, ψυχικής και κοινωνικής αναπηρίας, αποτελεί η καταπολέμηση και ο περιορισμός της εξάρτησης, με σκοπό την αυτοφροντίδα και την αυτοολοκλήρωση μέσα στις συνθήκες του περιβάλλοντος (τεχνητού και κυρίως κοινωνικού), στο οποίο ζουν. Είναι γεγονός ότι το 10% του παγκοσμίου πληθυσμού παρουσιάζει τη μία ή την άλλη μορφή αναπηρίας (όρασης, ακοής, κίνησης, πνευματική) και οι διεθνείς προοπτικές σε αυτόν τον τομέα τείνουν να χειροτερεύουν . Για το λόγο αυτό θα πρέπει να εξασφαλιστούν, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, η επαναπροσαρμογή και η ένταξη των αναπήρων ατόμων, καθώς και η εξασφάλιση της πλήρους συμμετοχής τους στην κοινωνική ζωή (Τα παραπάνω έχουν σημειωθεί ήδη από το 1981 από τη Διακήρυξη SUNDBERG, σύμφωνα με το τελικό κείμενο της Διεθνούς Διάσκεψης, που οργανώθηκε από την Ισπανική Κυβέρνηση και την Ουνέσκο).
Στις περισσότερες χώρες οι εφαρμοζόμενες πολιτικές αντιμετώπισης των προβλημάτων των ατόμων με αναπηρίες, καθώς και οι υπηρεσίες, που τις εκφράζουν, δεν ακολουθούν τα δημογραφικά δεδομένα και τις στατιστικές παρουσίασης της κατάστασής τους. Κατά συνέπεια, υπολείπονται σημαντικά των αναγκών τους. Πυρήνα των σύγχρονων θεωριών αντιμετώπισης των προβλημάτων τους αποτελεί η προσπάθεια αποϊδρυματοποίησης και ενίσχυσης του ρόλου της οικογένειας και της κοινότητας στην παροχή υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, η οποία έχει μεγάλες προοπτικές για την πληρέστερη και καλύτερη κοινωνική ένταξη των ατόμων, που χρειάζονται φροντίδα. Σε αυτήν την κατεύθυνση αντιμετωπίζονται σοβαρά εμπόδια, διότι απαιτούνται, εν προκειμένω, υποστηρικτικές δομές σε τοπικό κυρίως επίπεδο, που λίγες χώρες μπορούν να προσφέρουν. Έτσι καταλήγουμε σε καταστάσεις παραμέλησης, μικρής ή μεγάλης, κακοποίησης και, εν τέλει, κοινωνικού αποκλεισμού των εξαρτημένων και ανήμπορων ατόμων.
Ειδικά στην Ελλάδα, είναι γενικώς αναγνωρισμένο ότι ο τομέας παροχής υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας είναι ελλιπής και άκρως αναποτελεσματικός (βλ. ΚΕΠΕ, 1989, Κρεμαλής, 1990). Οι υπηρεσίες, που παρέχει είναι μικρής ποσότητας και χαμηλής ποιότητας. Οι κύριες δραστηριότητές του για τα άτομα με αναπηρίες περιορίζονται στην παροχή συντάξεων, επιδομάτων και άλλων μορφών οικονομικής ενίσχυσης, όπως οικονομικές απαλλαγές, επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση και ιδρυματική περίθαλψη. Απαιτείται άμεση βελτίωση της παροχής υπηρεσιών από τον κρατικό τομέα, που είναι και ο κύριος τομέας παροχής, ενώ τίθεται πλέον και το θέμα της ανακατανομής των αρμοδιοτήτων πρόνοιας ανάμεσα στους διάφορους τομείς και φορείς (βλ.σχετικά Τζένη Καβουνίδη, Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, Εκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: Διαστάσεις του Κοινωνικού Αποκλεισμού στην Ελλάδα, Τόμος Β’, έκδοση ΕΚΚΕ, σελ. 251-271).
Αξίζει να αναφερθούν, εν προκειμένω, όσα αναφέρονται στην Έκθεση για την Κοινωνική Πρόνοια του ΚΕΠΕ, για το Πρόγραμμα 1988-1992 (ΚΕΠΕ, 1989, 217-218): «Η γενική αντιμετώπιση του προβλήματος της αναπηρίας πρέπει να αρχίζει από την πρόληψη, να συνεχίζεται με την έγκαιρη διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση του αναπήρου, τη γενική επαγγελματική εκπαίδευση και την κοινωνική ένταξή του και να τελειώνει με τη φροντίδα για τον ανάπηρο της τρίτης ηλικίας. Η πρόληψη και η έγκαιρη διάγνωση ανήκουν κυρίως στο χώρο της υγείας. Μέχρι σήμερα δεν έχουν αναπτυχθεί οι αναγκαίες υπηρεσίες στον απαιτούμενο βαθμό, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται καταστάσεις, που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Όσο για τη θεραπεία και επαγγελματική εκπαίδευση και αποκατάσταση, οι υπηρεσίες, που υπάρχουν, είναι άνισα κατανεμημένες γεωγραφικά, με αποτέλεσμα πολλά άτομα να μην μπορούν να βοηθηθούν κοντά στο σπίτι τους. Επίσης για ορισμένες ειδικές ομάδες (όπως π.χ. τα άτομα με προβλήματα νοητικής καθυστέρησης και τα άτομα με πολλαπλές αναπηρίες) οι υπηρεσίες, που υπάρχουν, υπολείπονται κατά πολύ των πραγματικών αναγκών. Παρά τις προσπάθειες, που έχουν γίνει, δεν είναι δυνατόν να πούμε σήμερα ότι τα άτομα με αναπηρία έχουν ενταχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό στην κοινωνία. Η συνεχιζόμενη έμφαση, που δίνεται στην πολιτική επιδομάτων, τείνει να καταστήσει τον ανάπηρο εξαρτημένο άτομο, ενώ δεν υπάρχουν οι απαραίτητες υπηρεσίες ή συνθήκες, που θα τον βοηθούσαν να γίνει ή να παραμείνει αυτοεξυπηρετούμενος και να αποκτήσει έτσι την ανεξαρτησία του».
Η επιτροπή εκπόνησης του προγράμματος για την κοινωνική πρόνοια για τα έτη 1988-1992 προέβη στις εξής προτάσεις πολιτικής, στα πλαίσια της εναρμόνισης με τους στόχους της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας:
Α) Εντατική προσπάθεια ενημέρωσης όλων των πλευρών
Β) Παροχή ειδικών διαγνωστικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών
Γ) Εκπαίδευση των παιδιών με αναπηρία ή χρόνια πάθηση, στο βαθμό, που αυτό είναι εφικτό, στο πλαίσιο των γενικών σχολείων, όταν οι αναπηρίες δεν είναι βαριές
Δ) Ένταξη των ατόμων με αναπηρίες σε κοινές μονάδες για επαγγελματική εκπαίδευση
Ε) Επαγγελματική αποκατάσταση στην ελεύθερη αγορά εργασίας, ούτως ώστε οι ικανοί για εργασία, συνήθως οι νεότεροι, να μπορούν να εξασφαλίσουν μόνιμη απασχόληση.
ΣΤ) Προστατευόμενη εργασία για όσους την έχουν ανάγκη
Ζ) Αντιμετώπιση των στεγαστικών προβλημάτων των αναπήρων και χρονίως πασχόντων
Η) Εκσυγχρονισμό των ιδρυμάτων
Θ) Αναμόρφωση της πολιτικής οικονομικών ενισχύσεων, ώστε να εξασφαλίζεται η συμμετοχή των ατόμων αυτών στην οικονομική ζωή αλλά, παράλληλα, και ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής
Ι) Ανάπτυξη του θεσμού του κοινωνικού τουρισμού καθώς και του αθλητισμού και παροχή βοήθειας στα άτομα με αναπηρίες για συμμετοχή σε ψυχαγωγικά προγράμματα και ταξίδια, που διευκολύνουν την κοινωνική επαφή και ανοίγουν τον δρόμο στη συντροφιά, τη γνωριμία με άλλους ανθρώπους, την παρέα, την απομάκρυνση από την μοναξιά
ΙΑ) Ανάπτυξη Τεχνολογικών Κέντρων Αναπήρων. Απαιτείται, εν προκειμένω, παροχή οικονομικών ενισχύσεων για την εξασφάλιση υπηρεσιών και τεχνολογικών μέσων, απαραίτητων για την διαβίωσή τους.
Το συμπέρασμα όλων των παραπάνω είναι ότι απαιτούνται πολλές αλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα τα προβλήματα του κοινωνικού αποκλεισμού, σε συνδυασμό με την μείωση των αντιστάσεων τόσο σε οικονομικό επίπεδο, όσο και σε νομικό – θεσμικό πλαίσιο. Στην κατεύθυνση αυτή θα συμβάλλει ο καλύτερος σχεδιασμός των εφαρμοζομένων προγραμμάτων καταπολέμησης, μέσα από κοινωνικές έρευνες εντοπισμού των αναγκών και μελέτες αξιολόγησης της καταλληλότητας των προγραμμάτων και των φορέων, που τα εφαρμόζουν. Η βελτίωση της πληροφόρησης για τις παρεχόμενες υπηρεσίες θα διευκολύνει την πρόσβαση σε αυτές, με την κατάργηση των πολύπλοκων γραφειοκρατικών διαδικασιών. Η ανάπτυξη υπηρεσιών ανοικτής προστασίας θα εμποδίσει την ιδρυματική περίθαλψη και θα μειώσει το βάρος της φροντίδας στα μέλη της οικογένειας και της κοινότητας. Η οργάνωση πολυδιάστατων πολιτικών θα προσφέρει την ευελιξία, που απαιτείται, για να διαμορφωθούν και διαφοροποιηθούν τα προγράμματα, που εφαρμόζονται, ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες των μεμονωμένων ατόμων και τοπικών ομάδων, ούτως ώστε να αντιμετωπισθούν πληρέστερα οι διάφορες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού. Η εκπόνηση ειδικών προγραμμάτων καταπολέμησης θα συμβάλλει στην τοπική εξειδίκευση αντιμετώπισης των αναγκών, σύμφωνα με τα δεδομένα και τις ιδιαιτερότητες της τοπικής κοινωνίας και του πληθυσμού της, αλλά και στην εξατομίκευση των υπηρεσιών, που παρέχονται. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κρατικού τομέα, αλλά και ο σχεδιασμός και η εφαρμογή καινούργιων μοντέλων συνεργασίας των ποικίλων φορέων στο τοπικό επίπεδο, μέσα από τη μείωση της ιεραρχικότητας και συγκεντρωτισμού του κρατικού τομέα και την διευκόλυνση της μεγαλύτερης συμμετοχής της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της πολύπλευρης εκπαίδευσης και του επιπέδου τεχνογνωσίας του ανθρώπινου δυναμικού, που στελεχώνει τα προγράμματα καταπολέμησης θα συντελέσει στον αρτιότερο εντοπισμό των προβλημάτων και αναγκών και την εφαρμογή σύνθετων τεχνικών προσέγγισης και κάλυψης των αναγκών αυτών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• Άννας Αμήρα: Χρονίως πάσχοντες και κοινωνικός αποκλεισμός, δημοσιευμένο στo Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα, έκδοση ΕΚΚΕ, τ. Β’, σελ. 55-76
• Τζένης Καβουνίδη: Κοινωνικός αποκλεισμός: Έννοια, κοινοτικές πρωτοβουλίες, Ελληνική εμπειρία και διλλήματα πολιτικής, δημοσιευμένο στο Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα, έκδοση ΕΚΚΕ, τ. Β’, σελ. 47-79
• Της ιδίας: Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, δημοσιευμένο στο Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: : Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα, έκδοση ΕΚΚΕ, τ. Β’, σελ. 251-171
• Kων. Κοσμάτου: « Κοινωνικός αποκλεισμός». Ρυθμίσεις, προβλέψεις και πρακτικές στο χώρο των Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες στην Ελλάδα, περιοδικό «Ποινική Δικαιοσύνη» 2001, σελ. 74 επόμ.
• Χάρης Συμεωνίδου: Ο αποκλεισμός των γυναικών από την αγορά εργασίας, δημοσιευμένο στο Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα, έκδοση ΕΚΚΕ, τ. Β’, σελ. 133-160
• Μαρίας Θανοπούλου – Έμμυς Φρονίμου – Βίνας Τσιλιμιγκάκη: Αποφυλακιζόμενες γυναίκες: Το δικαίωμα στην επαγγελματική επανένταξη, εκδόσεις Σάκκουλα, 1997
• Ε. Βενιζέλου – Σ. Τσίλη: Η προστασία των εργαζομένων στο χώρο της εργασίας τους. Το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης, δημοσιευμένο στο Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα, έκδοση ΕΚΚΕ, τ. Β’, σελ. 287-304
• Αλ. Γιωτοπούλου – Μαραγκοπούλου: Η ιστορική στροφή του Συμβουλίου Επικρατείας προς πραγματική ισότητα – Σχόλιο στις αποφάσεις ΟλΣΕ 1933/98 και 1917-1929/98, ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Το Σ) 4/1998, σελ. 774 επόμ.
• Ζώγιας Χρονάκη: Συνταγματική ισότητα και γυναικεία ταυτότητα, Εισήγηση στο Συνέδριο με θέμα: « Το φύλο των δικαιωμάτων » του Κέντρου Γυναικείων Ερευνών και Μελετών «ΔΙΟΤΙΜΑ», εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ 1999, σελ. 417-424

Άρθρα δημοσιευμένα στο Διαδίκτυο

• Diva Arora: « Οι γυναίκες με αναπηρία ζητούν το λόγο» από το Disability international. Μετάφραση Ντόρας Δημητρακοπούλου
• Margaret Cooper και Dianne Temby για λογαριασμό της οργάνωσης Γυναίκες με αναπηρίες, εργασία, η οποία παρουσιάστηκε στην Εθνική Διάσκεψη του Δικτύου για τη Γυναικεία Υγεία, Canberra, 17 έως 19 Νοεμβρίου 1995, Copyright WWDA 1995
• Julia E. Bradsher, Disability Among Racial and Ethnic Groups, Ιανουάριος 1996

Γεωργία Θ. Παπατσιακμάκη, Ειδική Παιδαγωγός
Ιούνιος, 2001

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Εκπαιδευτικά videos γυναικείου & ανδρικού αυτο-καθετηριασμού για χειριστές αναπηρικού καθίσματος [videos]

Ακολουθούν τρία πολύ καλοφτιαγμένα βιντεάκια με animation που δείχνουν βήμα-βήμα τη διαδικασία διαλείποντων καθετηριασμών για όσους χρησιμοποιούν αναπηρικό αμαξίδιο και έχουν καλή δεξιότητα στα …

Πώς να προσαρμόσετε στο αναπηρικό σας κάθισμα το καροτσάκι του μωρού σας [Video]

Το να γίνεσαι γονέας είναι από μόνο του μια μεγάλη πρόκληση. Πόσο μάλλον όταν χρησιμοποιείς αναπηρικό κάθισμα και το μωράκι σου είναι ακόμα λίγων μηνών. Ακούγεται σχεδόν τρομακτικό. Αυτή ακριβώς την …

Οστεοπόρωση, Εμμηνόπαυση και Αναπηρία

«Break a leg!» (Σπάσε ένα πόδι!), λένε οι Αμερικανοί για καλή τύχη, αλλά μόνο τύχη δεν φέρνει αυτό στην πραγματικότητα. Ένα σπασμένο πόδι - κάθε σπασμένο οστό βασικά - μπορεί να σημαίνει μήνες, ή και …

Sex talks: Είσαι γυναίκα με κάκωση νωτιαίου μυελού; Καλωσήρθες στον άγνωστο κόσμο της σεξουαλικότητάς σου…

Είσαι γυναίκα με κάκωση νωτιαίου μυελού; Καλωσήρθες στον άγνωστο κόσμο της σεξουαλικότητάς σου... Η σεξουαλικότητα είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφραζόμαστε ως γυναίκες (ή ως άνδρες). Με άλλα λόγια, …

Νέο φάρμακο για την εξωσωματική γονιμοποίηση

Μια πολύ ενδιαφέρουσα είδηση κυκλοφορεί το τελευταίο διάστημα και αφορά στο νέο φάρμακο για την εξωσωματική γονιμοποίηση που σίγουρα ενδιαφέρει τόσο τις γυναίκες όσο και τους άνδρες με κακώσεις …

Heels with Wheels!

Το «Heels with Wheels» («Τακούνια με Ρόδες») είναι μια νέα σειρά γυναικείας μόδας που δημιουργεί άνετα ρούχα για γυναίκες που χρησιμοποιούν αναπηρικό αμαξίδιο αλλά και για γυναίκες που δεν έχουν …

IZ Adaptive Collection: προσαρμοσμένα ρούχα με στυλ

Η Καναδή σχεδιάστρια υψηλής ραπτικής Izzy Camilleri, δημιουργίες της οποίας κοσμούν τα γνωστά περιοδικά μόδας WWD, Elle, Vogue, Harper’s Bazaar, κ.ά., πρόσφατα έστρεψε το ενδιαφέρον της στην ανάγκη …

Γυναίκες με Αναπηρία: Πώς να αποφύγετε τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα

Η σεξουαλική υγεία είναι η φυσική και συναισθηματική κατάσταση που μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε και να δρούμε βάσει των σεξουαλικών μας επιθυμιών. Μπορούμε να είμαστε σεξουαλικά υγιείς με το να …

Oστεοπορωτικά σπονδυλικά κατάγματα – Βασικές Αρχές Διάγνωσης & θεραπείας

Η οστεοπόρωση αποτελεί την πιο συχνή μεταβολική νόσο των οστών και χαρακτηρίζεται από την ελάττωση της οστικής μάζας, τη διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού και κατά συνέπεια την μειωμένη …